οδοντοστοματολογία

οδοντοστοματολογία
η
ιατρ. ιατρικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τού στόματος και τών δοντιών σε φυσιολογική και παθολογική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odontostomatologie < ὀδούς, ὀδόντος + στοματολογία (< στόμα, -ατος + -λογία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οδοντοστοματολόγος — ο, η γιατρός ειδικευμένος στην οδοντοστοματολογία …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”