- οδοντοστοματολογία
- ηιατρ. ιατρικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τού στόματος και τών δοντιών σε φυσιολογική και παθολογική κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odontostomatologie < ὀδούς, ὀδόντος + στοματολογία (< στόμα, -ατος + -λογία*].
Dictionary of Greek. 2013.